-
1 στριφνός
A firm, hard, solid, Hp.VM15 cod. M ( στρυφν- cett.);γυναῖκες -ότεραι Id.Mul.2.111
(codd. boni, v.l. στρυφν-), Nat.Mul. 1 (v.l. στριφρ-, στρυφν-) ; ὁ ἐγκέφαλος συνέστηκε καί ἐστι στριφνός (v.l. στιφρός, στρυφνός) Id.Morb.Sacr.10; δέρμα ς. Plu.2.642e codd.;ὀστέα στριφνότατα Hp.Carn.3
(v.l. στρυφν-) ; ἀλεκτρυὼν μάλα ς. Men. Epit. 168; οὐρὴ σ. τ' ἐκτάδιός τε, v.l. for στρυφνή in Opp.C.1.411: στριφνός is Hellenistic for [dialect] Att. στιφρός acc. to Moer. p.342 P., cf. Gloss. Oxy.1803.1: στριφνός = acerbus (leg. στρυφνός), Gloss.; also = rigidus and strigosus, ibid.;στριφνοὶ γέροντες Ar.Ach. 180
(as cited by Erot. s.v. στριφνούς ( στεριφνοί codd.); στιπτοί codd. Ar.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στριφνός
См. также в других словарях:
στριφνός — ή, όν, Α 1. σταθερός, στερεός («ὀστέα στριφνότατα», Ιπποκρ.) 2. στιφρός* 3. δριμύς στη γεύση 4. μτφ. (για πρόσ.) δύστροπος («στριφνοὶ γέροντες», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Εκφραστικός σχηματισμός με επίθημα νός (πρβλ. πυκνός) που, κατά… … Dictionary of Greek